- κλιματίζω
- κλιμάτισα, κλιματίστηκα, κλιματισμένος, ρυθμίζω τη θερμοκρασία, την υγρασία και την καθαριότητα του αέρα σε κλειστό χώρο με τεχνολογικά μέσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.