κλιματίζω

κλιματίζω
κλιμάτισα, κλιματίστηκα, κλιματισμένος, ρυθμίζω τη θερμοκρασία, την υγρασία και την καθαριότητα του αέρα σε κλειστό χώρο με τεχνολογικά μέσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλιματίζω — [κλίμα] εξασφαλίζω σε κλειστό χώρο καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, κυκλοφορίας και καθαρότητας τού αέρα ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες …   Dictionary of Greek

  • κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… …   Dictionary of Greek

  • κλιματιστικός — ή, ό [κλιματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιματισμό* 2. φρ. «κλιματιστικές εγκαταστάσεις» τα μηχανήματα κλιματισμού ενός χώρου, που περιλαμβάνουν σύστημα με θερμαντικά ή ψυκτικά σώματα, τα οποία αναρροφούν τον εξωτερικό αέρα και τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”